ακροστόμιον

ακροστόμιον
το край отверстия, дыры

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ακροστόμιον" в других словарях:

  • ἀκροστόμιον — edge of the lips neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροστόμια — ἀκροστόμιον edge of the lips neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροστόμιο — Το άκρο στομίου, ανοίγματος και ειδικότερα το άκρο σωλήνα εξαγωγής ρευστού (αερίου ή υγρού). Βλ. λ. ακροφύσιο. * * * το (AM ἀκροστόμιον) νεοελλ. το άκρο ενός ανοίγματος ή στομίου μσν. το ακροφύσιον* αρχ. η άκρη τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»